Μία ἀπὸ τοῦτες τὶς ἡμέρες βρέθηκα σ᾿ ἕνα βουνὸ πυκνοδασωμένο καὶ μοσχοβολημένοκαὶ σὰν νὰ ξαναγεννήθηκαΠερπατοῦσα σ᾿ ἕνα ἔρημο μονοπάτικι ἀνάσαινα τὸ δροσερὸ ἀεράκι ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὶς ραχοῦλεςμακρυὰ ἀπὸ τὴν πνικτικὴ βρόμα τῆς ἀλεποφωλιᾶς ποὺ τὴν λένε πολιτείακαὶ ποὺ βγάζει μέσα της κάθε λογῆς κακίαπονηριὰ καὶ ἀσχήμιαμ᾿ ὅλα τὰ ψεύτικα στολίδια ποὺ στολίσανε τὴν πόρνη οἱ ἐραστές της. 
Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, βλέπω νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ δάσος μία μικροκαμωμένη γυναίκα, μ᾿ ἕνα σακκὶ στὸν ὦμο. Ἤτανε ξυπόλυτη, μ᾿ ἕνα τσεμπέρι καὶ κρατοῦσε στὸ χέρι τῆς ραβδί. Σὰν ἦρθε κοντά μου μὲ χαιρέτησε μ᾿ ἕναν ἔμορφον χαιρετισμό. Τὸ πρόσωπό της ἤτανε πολὺ ἐκφραστικὸ καὶ συμπαθητικό, ἀλλοιώτικο ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ βλέπουμε στὴν πολιτεία, ποὺ εἶναι γεμάτα ἀφηρημάδα, ἀδιαφορία, ἀνέκφραστες μάσκες.(Περισσότερα...)





Υπάρχει ένας ανάπηρος άνθρωπος γεμάτος αισιοδοξία, τον οποίο έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια. Είναι ένας στρατιώτης που πληγώθηκε στον πόλεμο. Μια εχθρική σφαίρα διαπέρασε το σώμα του, τον πλήγωσε δίπλα στη μέση του. Με κάλεσε να τον επισκεφθώ. Μπήκαμε μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Σε μία μεγάλη καρέκλα, με πλάτη δίπλα στο παράθυρο, καθόταν ο γνωστός μου. Με κοίταξε και μου είπε: (Περισσότερα...)




Μας διηγείτο ο αείμνηστος Γέροντας και Πνευματικός μου πατήρ περί του διακριτικού προπονητού των υποτακτικών, του γέροντος Χ…   του αγιαννανίτου.
Κάποτε επεσκέφθη τον γ. Χ... εις το ησυχαστήριον του, ημέραν, καθ' ην ελειτούργει ο ίδιος. Ανυπόδητος, με πα­λαιά, εφθαρμένα άμφια, με ένα σταυρόν αυτοσχέδιον, χειροποίητον, σκωριασμένον. Απλούς, αλλά γλυκύτατος την όψιν, παρά την άγριωπόν ή την σαλήν εμφάνισιν, ην ενεποίει η άκτένιστος, ανεμίζουσα κόμη του.(Περισσότερα...)