27/5/2021, Πάσχα στο Βορρά

 ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ


     Το Πάσχα πλησιάζει. Στη μνήμη του Έλληνα, πέρα από την ευλαβική αναμονή της Ανάστασης, έρχεται και η όμορφη άνοιξη. Η φύση ξυπνάει από το χειμωνιάτικο λήθαργο. Τα δένδρα μπουμπουκιάζουν, τα λουλούδια χρωματίζουν τη γη, οι πασχαλιές ευωδιάζουν, ο ουρανός ξαναπαίρνει το γαλάζιο χρώμα του. Υπάρχει όμως και ο Βορράς. Στις έρημες παγωμένες εκτάσεις, πάνω από το βόρειο πολικό κύκλο, η άνοιξη δεν διαφέρει καθόλου από το χειμώνα. Τα πάντα βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι. Ο ήλιος παραμένει κρυμμένος. Η θερμοκρασία εξακολουθεί να φτάνει πολύ κάτω από το μηδέν. Μόνον όσοι γεννήθηκαν σε αυτές της περιοχές μπορούν να αντέξουν ψυχικά και σωματικά αυτήν την ερήμωση.

     Και όμως όχι. Δεν είναι μόνον αυτοί. Ζουν και κάποιες άλλες ψυχές που ένοιωσαν το συγκλονισμό της χάρης του Θεού και «αφέντες άπαντα» έφυγαν και εγκαταστάθηκαν κάπου εκεί μέσα στους πάγους. Είναι μερικοί ιεραπόστολοι που μετέφεραν το φως του Χριστού στις ψυχές των Εσκιμώων. Συντροφιά τους έχουν την αγάπη τους για τον Χριστό. Αυτή θερμαίνει την καρδιά τους.

     Ο π. Ιννοκέντιος ετοιμάστηκε για το ταξίδι. Πήρε τον Άγιο άρτο από το αρτοφόριο και το έβαλε στο ξύλινο κουτάκι- το αρτοφόριο εκστρατείας. Ψέλλισε δυο λόγια προσευχής, φόρεσε τη βαριά γούνα του και βγήκε απ’ το φτωχό εκκλησάκι του. Τα σκυλιά γάβγιζαν ανυπόμονα. Ήταν σκυλιά του τόπου με πυκνό τρίχωμα, τολμηρά και άγρια. Ο π. Ιννοκέντιος, πήρε θέση πάνω στο έλκηρθο, τέντωσε τα λουριά και φώναξε:

-          Ει…! Ει…!

Μόλις άκουσαν την φωνή του τα σκυλιά ξεκίνησαν. Έτσι άρχισε το ταξίδι του π. Ιννοκέντιου. Ένα από τα μακρινά ταξίδια που του είχαν γίνει συνήθεια τώρα πια. Έπειτα από πορεία 8-9 ωρών θα έφτανε στο μικροσκοπικό συνοικισμό των ιγκλού, όπου ήταν χωμένοι μερικοί Εσκιμώοι, καινούρια πνευματικά του παιδιά, μέλη της ευρύτερης κοινωνίας. Πλησίαζε το Πάσχα και θα έπρεπε να γιορτάσει την μεγάλη γιορτή μαζί με τις ψυχές αυτές που πρόσφατα είχαν βαπτιστεί.

     Ο ουρανός ήταν ξάστερος, τα σκυλιά δοκιμασμένα και ήταν σίγουρος που θα έφερνε αισίως σε πέρας την αποστολή του. Ήταν ευτυχισμένος, γιατί είχε πάνω του τον Χριστό, το επίκεντρο της αγάπης του.

     Και ενώ το έλκηθρο γλιστρούσε γοργά πάνω στον πάγο, ενώ τα σκυλιά τάραζαν κάπου – κάπου τη σιωπή με τα γαβγίσματά τους, ο π. Ιννοκέντιος άφησε τις αναμνήσεις του να τον φέρουν πίσω. Θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια, τότε που διάβαζε τον εξάψαλμο στην εκκλησία του χωριού. Θυμήθηκε την πρώτη του εξομολόγηση στον π. Σέργιο, τον ταπεινό λευίτη της ενορίας του. Θυμήθηκε τα πρώτα σκιρτήματα της καρδιάς του για το Χριστό, τις πρώτες λαχτάρες και πόθους, τα χρόνια που φοίτησε στη Θεολογική Ακαδημία, την χειροτονία του και την αναχώρησή του για την χώρα των πάγων.

     Ξαφνικά ένα παγωμένο φύσημα του μαστίγωσε το πρόσωπο διακόπτοντας τους συλλογισμούς του.

     Ο π. Ιννοκέντιος ορθώθηκε ανήσυχος και το βλέμμα του στράφηκε προς τον ουρανό. Την ξαστεριά της αναχώρησης είχε διαδεχθεί βαριά συννεφιά και θ’ έλεγες πως ο χώρος γύρω του είχε στενέψει. Ο άνεμος άρχισε να δυναμώνει σηκώνοντας μια παγωμένη χιονόσκονη.

-          Βοριάς! Κακός βοριάς! Ψιθύρισε ο π. Ιννοκέντιος.

     Κοίταξε το ρολόι του. Είχαν περάσει τέσσερις ώρες. Τα σκυλιά θα ήταν κουρασμένα. Ήταν η ώρα που έπρεπε να σταθεί για να ξεκουραστούν τα σκυλιά και να φάνε κάτι. Μα ο π. Ιννοκέντιος ήξερε πως κανείς δεν σταματά στην ερημιά όταν προμηνύεται θύελλα. Και ίσως με απεγνωσμένη προσπάθεια να κατάφερνε να φτάσει στο συνοικισμό των Εσκιμώων του πριν τη θεομηνία. Έδωσε μια καμτσικιά στα σκυλιά και φώναξε δυνατά για να τα ενθαρρύνει:

-          Ει…! Ει…!

Εκείνα με παρατεταμένο ούρλιασμα άρχισαν να τρέχουν πιο γρήγορα. Ο άνεμος όμως ήταν αντίθετος κι έφερνε πάνω στο πρόσωπο του ιεραποστόλου και πάνω στα δύστυχα ζώα μικροσκοπικά κομμάτια πάγου, που τσιμπούσαν σαν βελόνες.

     Τα σκυλιά περπατούσαν όλο και πιο αργά, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του καμτσικιού. Κρύσταλλοι πάγου είχαν σχηματιστεί ανάμεσα στα νύχια τους.

-          Ει…! Ει…!

Η ορατότητα είχε φτάσει στο μηδέν. Ένα στροβιλισμένο λευκό χάος απλωνόταν παντού.

Πάγωσαν τα πόδια του πρώτου σκύλου. Έπεσε, ενώ τα άλλα σκυλιά έπεσαν από πάνω του.

     Ο π. Ιννοκέντιος μόλις κατόρθωσε να συγκρατήσει το έλκηθρο και πετάχτηκε έξω για να σηκώσει τα σκυλιά. Εκείνα όμως δεν έχουν καμία διάθεση να κουνήσουν απ’ τη θέση τους. Είχαν συγκεντρωθεί για να προστατευθούν από τον άνεμο και για να αντιτάξουν ομαδικά τη ζωική τους θερμότητα στην παγωνιά. Ένα γρύλισμα ήταν η μόνη απάντηση που δέχθηκε απ’ αυτά ο π. Ιννοκέντιος.

     Σκέφθηκε πως είχε φτάσει ίσως το τέλος του. Κάθισε στο έλκηθρο του, τυλίχθηκε μέσα στη βαριά κουβέρτα και περίμενε προσευχόμενος το θέλημα του Θεού.

     Σιγά – σιγά ένιωθε ένα μούδιασμα στα παγωμένα του μέλη, ενώ μια ακατανίκητη νύστα του θόλωνε το μυαλό.

-          Είναι ο θάνατος, ψιθύρισε, ο γλυκός θάνατος…

Προσπάθησε να ψάλει το «Χριστός Ανέστη…». Παγωμένος καθώς ήταν κατόρθωσε να βγάλει το ένα του γάντι, πέρασε το χέρι του μέσα από τη γούνα και άνοιξε το μικρό αρτοφόριο όπου αναπαυόταν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.

-          Ἰδού, προσέρχομαι Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ… Μεταδίδοταί μοι Ἰννοκεντίῳ τῷ ἀναξίῳ ἱερεῖ το τίμιον καί πανάγιον Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου, καί Θεοῦ, καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς ἄφεσίν μου ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον…

Κοινώνησε, δέχθηκε ωκεανό φωτιάς!

-          Εὐχαριστῶ σοι, Κύριο ὁ Θεός μου, ὅτι οὐκ ἀπώσω με τον ἁμαρτωλόν…

Ενωμένος με το Χριστό περίμενε τον θάνατο.

…Το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει μεταβάλλοντας τον ιεραπόστολο σε ολόλευκο ιερό αρτοφόριο.


Πηγή: Περιοδικό Κέντρου Νεότητος Θηβών, Ευρωκλύδων