Αθανάσιος Διάκος

Αθανάσιος Διάκος



Κάναμε τρισάγιο, γιὰ τοὺς ἐθνομάρτυρες καὶ ἥρωες ἐκείνους πατέρες καὶ ἀδελφούς, ποὺ ἔπεσαν κατὰ τὴ μάχη τῆς Ἀλαμάνας, 23 Ἀπριλίου 1821. Ἀνάμεσά τους, ὁ ἔνδοξος καὶ μεγάλος καὶ ἥρωας, ἐπίσκοπος Σαλώνων Ἡσαΐας, ὁ ἀδελφός του παπα-Γιάννης καὶ ὁ πλέον γνωστὸς σὲ ὅλους μας Ἀθανάσιος Διάκος. Ὁ ὁποῖος ἐπολέμησε μὲ ἡρωικὸ φρόνημα, ἀκατάβλητη δύναμη καὶ μεγάλη ἀνδρεία στὴ γέφυρα τοῦ Σπερχειοῦ ποταμοῦ. Στὴ γέφυρα τῆς Ἀλαμάνας. Κι ἔμεινε μόνος του, μὲ ἐλάχιστους συμπολεμιστές. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐτράπησαν εἰς φυγὴν ἢ ἀρνήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ πολεμήσουν, κι ἐκεῖ, ὁ μέγας Ἀθανάσιος Διάκος δὲν θέλησε νὰ ἀφήσει τὸ μετερίζι του καὶ νὰ φύγει. Στάθηκε φραγμὸς καὶ ἐμπόδιο στὶς ὀρδὲς τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ τοῦ Κιοσὲ Μεχμέτ.

Καὶ ἤθελε νὰ τοὺς ἐμποδίσει, ἀπὸ τὸ νὰ φτάσουν στὴν Πελοπόννησο, καὶ νὰ καταπνίξουν τὴν Ἐπανάσταση. Τοῦ ἔφεραν ἄλογο, νὰ φύγει, τὸν βοηθοῦσαν νὰ ἀφήσει τὴ μάχη καὶ νὰ σωθεῖ, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν τὸ ἔκανε. Πολέμησε ἐκεῖ στὶς ἀρχαῖες Θερμοπύλες κοντά, ὅπου ἀπέθανε καὶ ὁ ἔνδοξος βασιλιᾶς τῆς Σπάρτης Λεωνίδας, μὲ τοὺς τριακοσίους του καὶ τοὺς ἑπτακοσίους Θεσπιεῖς.

Ὁ ἀγώνας ἦταν ἄνισος. Σκότωσαν τὸν ἀδελφό του Δημήτριο. Κι ἔβαλε τὸ πτῶμα του, τὸ λείψανό του, θὰ λέγαμε καλύτερα, ὡς ἀνάχωμα. Ὡς μετερίζι. Ὀχυρώθηκε πίσω ἀπὸ τὸ ἡρωικὸ λείψανο τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ πολεμοῦσε. Τὸν κτύπησαν οἱ Τουρκαλβανοὶ στὸ χέρι τὸ δεξιὸ καὶ τὸ παρέλυσαν. Τὸ τσάκισαν. Μὲ τὸ ἀριστερὸ ἔριχνε τὰ πιστόλια του. Καὶ φώναζε στοὺς συντρόφους, νὰ τὸν σκοτώσουν, γιὰ νὰ μὴν πέσει στὰ χέρια τῶν Τούρκων. Μὰ δὲν ὑπῆρχε κανένας. Τοὺς εἶχαν ὅλους φονεύσει, μετὰ μανίας, οἱ Τουρκαλβανοί. Κι ἔμεινε ὁ Διάκος μοναχός, μὲ δεκαοκτὼ χιλιάδες ἐχθρῶν, Ἀρβανιτάδων καὶ ὑπολοίπων. Κι ἔπεσε στὰ χέρια τῶν φοβερῶν ἐχθρῶν του. Τὸν συνέλαβαν δύο Τουρκαλβανοὶ καὶ τὸν πῆγαν στὸν Ὀμὲρ Βρυώνη κι ἐκεῖνος τοὺς ἔδωσε ἀμοιβή. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν συνέλαβαν, ἂν καὶ εἶχε τραυματισθεῖ ἀπ’ τὰ πιστόλια τοῦ Διάκου, παρεκάλεσε τὸν Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ τοῦ λέει: «Πασᾶ μου, νὰ τοῦ χαρίσεις τὴ ζωή. Τέτοια παλληκάρια δὲν πρέπει νὰ χάνονται.»

Κι ὁ Ὀμὲρ Βρυώνης ἤθελε νὰ τὸ κάμει. Εἶχε σκοπό, νὰ τὸν θεραπεύσει ἀπ’ τὴν πληγὴ τοῦ χεριοῦ καὶ ὕστερα νὰ τὸν ἐλευθερώσει. Ἦσαν φίλοι ἀπ’ τὰ Γιάννενα. Εἶχαν ὑπηρετήσει στὸν Ἀλῆ Πασᾶ. Καὶ λένε ὅτι ὁ Ὀμὲρ Βρυώνης ἦταν Ἕλληνας! Καὶ ἔγινε γενίτσαρος. Καὶ ἐξωμότης. Ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τὴ μεγάλη τῶν Παλαιολόγων. Εἶχε μέσα του αἷμα ἑλληνικό. Καὶ τὸ αἷμα νερὸ δὲν γίνεται. —Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτό.— Κι ἠθέλησε, λοιπόν, νὰ τοῦ χαρίσει τὴ ζωή. Ἀλλὰ ὁ Κιοσὲ Μεχμέτ, αὐτὸς ὁ κακὸς πασᾶς κι ὁ ἀγριάνθρωπος, «Ὄχι», τοῦ λέει. «Δὲν θὰ τὸ κάνεις. Θὰ τὸν ψήσεις ζωντανόν. Γιατὶ ἐκεῖ στὴν Ἀλαμάνα σκότωσε», κι εἶναι ἀλήθεια, «τοὺς ἐνδοξότερους καὶ δυνατότερους Μωαμεθανούς.»

Φαντασθεῖτε, τί ἀγῶνα ἔκανε ὁ Ἀθανάσης Διάκος. Ἦταν μόλις 35 ἐτῶν. Καὶ τότε βγῆκε ἐντολὴ καὶ διαταγή, νὰ τὸν σουβλίσουν. Καὶ μόλις τ’ ἄκουσε αὐτός, τοὺς εἶπε: «Δὲν μὲ φοβίζει τίποτα. Εἶμαι ἕτοιμος, νὰ πεθάνω, γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὴ θρησκεία μου.» Καὶ στὴ συνέχεια, τὸν προέτρεψαν, νὰ γίνει μουσουλμάνος. Νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του τὴν Ὀρθόδοξη καὶ ν᾽ ἀκολουθήσει τὸ Κοράνιο. Ν’ ἀκολουθήσει τὸ ψεῦδος καὶ τὸ σκοτάδι. Ν’ ἀκολουθήσει, ὅπως θά ᾽λεγε ὁ πατρο-Κοσμᾶς, «τὴν κάλπικη θρησκεία τῶν Μωχαμετάνων.» Κι ἐκεῖνος τί τοὺς εἶπε, ἀφοῦ τοῦ εἶπαν: «Γίνεσαι Τοῦρκος, διάκο μου, τὴν πίστη σου ν’ ἀλλάξεις»; Ἐκεῖνος τοὺς ἀπήντησε: «Ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα, Γραικὸς καὶ νὰ πεθάνω. Πᾶτε καὶ σεῖς κι ἡ πίστη σας, μουρτάτες νὰ χαθεῖτε! Ἕλληνας γεννήθηκα κι Ἕλληνας θὰ πεθάνω.»


Πηγή: π. Ανανίας Κουστένης